Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βυζαντινή Περίοδος

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 μ.Χ. από τον Μέγα Κωνσταντίνο σηματοδότησε τη γένεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την έναρξη μιας σταδιακής μεταμόρφωσης του ρωμαϊκού πολιτισμού. Τους πρώτους αιώνες, οι κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, θεωρώντας το κράτος τους άμεση συνέχεια της αρχαίας Ρώμης με θεϊκή αποστολή.
Η κατάργηση των αρχαίων ιερών, οι επιδρομές γερμανικών φύλων και οι καταστροφικοί σεισμοί του 522 και 551 επέφεραν σοβαρά πλήγματα στην κάποτε ακμάζουσα και αυτόνομη Ηλεία. Η εγκατάσταση των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα σήμανε το οριστικό τέλος του αρχαίου κόσμου στην περιοχή και ευρύτερα.
Η περιοχή της Ηλείας κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (9ος-1204) ήταν μια επαρχία της Πελοποννήσου που, σε γενικές γραμμές, γνώρισε ειρηνικές συνθήκες.
Mετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, η Ηλεία εισέρχεται σε μια νέα φάση: ιδρύεται φράγκικο πριγκιπάτο της Αχαΐας με έδρα την Ανδραβίδα και το εμβληματικό Κάστρο Χλεμούτσι.
Στην παρούσα ενότητα επιχειρείται η μέσω των εκθεμάτων παρουσίαση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής στα αστικά κέντρα και τα χωριά της Ηλείας των βυζαντινών χρόνων που παρουσιάζουν ομοιότητες με άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας. Επίσης, αναδεικνύεται ο ρόλος της χριστιανικής θρησκείας που συμβάλλει στη συνοχή των πολιτισμικά διαφορετικών εθνοτήτων της αυτοκρατορίας και εικονογραφείται η επικοινωνία αλλά και οι εμπορικές συναλλαγές των ντόπιων με ξένα κέντρα και πληθυσμιακές ομάδες.

Οικισμοί

Οι βυζαντινές πόλεις, με κορυφαία την Κωνσταντινούπολη, υπήρξαν ζωτικά κέντρα εμπορίου, πολιτισμού και θρησκείας. Διατήρησαν αρχικά τα ρωμαϊκά και ελληνικά χαρακτηριστικά, αλλά λόγω διαφόρων εξωτερικών και εσωτερικών προκλήσεων, όπως εισβολές, πολιτική αστάθεια και οικονομική παρακμή, άρχισαν να αλλάζουν, ενώ τα χωριά έγιναν η ραχοκοκαλιά της οικονομίας της Αυτοκρατορίας.

Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, πολλές βυζαντινές πόλεις συρρικνώθηκαν και έγιναν πιο οχυρωμένες, με στενούς, ελικοειδείς δρόμους και πυκνοδομημένα σπίτια. Η εστίαση της αστικής ζωής μετατοπίστηκε από τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική, καθώς οι άνθρωποι αναζητούσαν ασφάλεια και κοινότητα μέσα στις δικές τους γειτονιές και θρησκευτικά ιδρύματα.

Παρά τις αλλαγές αυτές, οι βυζαντινές πόλεις παρέμειναν σημαντικά κέντρα εμπορίου, πολιτισμού και θρησκείας, και τα σωζόμενα μνημεία τους συμβάλλουν σημαντικά στην κατανόηση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, τέχνης και κοινωνίας.

Στην όψιμη αρχαιότητα, κύρια αστικά κέντρα υπήρξαν η Ήλιδα και η Φιγάλεια γνωστά και από τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους. Η Ολυμπία, αν και συχνά χαρακτηρίζεται αγροτικός οικισμός, φαίνεται πως ήταν ένα σημαντικό παραγωγικό κέντρο με εργαστήρια και εγκαταστάσεις μεταποίησης, υποδηλώνοντας έναν σύνθετο οικισμό πέρα από την απλή αγροτική δραστηριότητα.

7ος-8ος αιώνας: Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από ανακατατάξεις λόγω των αραβικών επιδρομών και της εσωτερικής σταθεροποίησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι παλαιοχριστιανικές πόλεις συχνά συρρικνώνονται ή εγκαταλείπονται, ενώ η ζωή οργανώνεται γύρω από μικρότερους, ευκολότερα αμυνόμενους οικισμούς στην ύπαιθρο. Το Αγραπιδοχώρι αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης στην Ηλεία.

Φραγκοκρατία (μετά την Δ’ Σταυροφορία, 13ος αιώνας στην Πελοπόννησο): Η εγκαθίδρυση φραγκικών κρατών στην Ελλάδα έφερε νέες διοικητικές δομές και οικονομικές δραστηριότητες. Η Ανδραβίδα αναδείχθηκε ως το πολιτικό κέντρο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, ενώ η Γλαρέντζα, με το στρατηγικό της λιμάνι κοντά στο αρχαίο λιμάνι της Κυλλήνης, επίνειο της Ήλιδας, έγινε το κύριο εμπορικό κέντρο, συνδέοντας την περιοχή με το διεθνές εμπόριο. Η δημιουργία της Γαστούνης σηματοδοτεί την εμφάνιση νέων οικιστικών πυρήνων στην εύφορη πεδιάδα.

Άνθρωποι, Ιδέες, Επικοινωνία

Το Βυζάντιο δεν ήταν ένα εθνικά ομοιογενές κράτος. Αντίθετα, αποτελούνταν από ένα μωσαϊκό λαών με διαφορετικές γλώσσες, έθιμα και πολιτισμικές παραδόσεις. Ενώ η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός σταδιακά αποκτούσαν κυρίαρχη θέση, η αυτοκρατορική ιδεολογία βασιζόταν στην ρωμαϊκή συνέχεια και στην οικουμενικότητα της χριστιανικής πίστης, παρά σε στενά εθνικά κριτήρια.

Η Ηλεία, ως μέρος αυτού του πολυεθνικού κράτους, ήταν αναπόφευκτα ένας τόπος όπου διαφορετικές εθνικές ομάδες μπορούσαν να έρθουν σε επαφή, για τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε ενδείξεις από αρχαιολογικά ευρήματα και γενικότερες ιστορικές τάσεις:

Εμπορικές Σχέσεις: Η αναφορά σε “αντικείμενα που εισάγονται” και “νομίσματα που δηλώνουν τις εμπορικές σχέσεις” είναι κλειδί. Η Ηλεία, παρά τον αγροτικό της χαρακτήρα, δεν ήταν απομονωμένη. Λιμάνια όπως πιθανώς η περιοχή κοντά στην αρχαία Ήλιδα ή άλλες παράκτιες θέσεις, θα αποτελούσαν σημεία εισαγωγής προϊόντων από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας (π.χ., κεραμικά, υφάσματα, μέταλλα από την Ανατολή ή την Κωνσταντινούπολη) και πιθανώς και από περιοχές εκτός αυτής (π.χ., εμπορικές ανταλλαγές με ιταλικές πόλεις αργότερα). Η εύρεση νομισμάτων από διάφορες περιόδους και κοπές θα μαρτυρούσε αυτές τις εμπορικές συναλλαγές.

Στρατιωτική Παρουσία: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε στρατεύματα από διάφορες εθνικές ομάδες. Η παρουσία στρατιωτικών μονάδων στην Ηλεία, είτε για την άμυνα της περιοχής είτε για τη διακίνηση στρατευμάτων προς άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, θα έφερνε σε επαφή τους ντόπιους πληθυσμούς με στρατιώτες από την Ανατολία, τα Βαλκάνια ή άλλες περιοχές. Αρχαιολογικά ευρήματα όπως στρατιωτικός εξοπλισμός με μη τοπικά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να υποστηρίξουν αυτή την υπόθεση.

Πρακτικές και Συνήθειες: Η μελέτη της λαϊκής τέχνης, των ταφικών εθίμων ή ακόμη και κάποιων γλωσσικών στοιχείων αποκαλύπτει επιρροές από άλλες πολιτισμικές ομάδες. Για παράδειγμα, η εισαγωγή νέων τεχνικών στην κεραμική ή στην υφαντουργία που δεν ήταν αρχικά διαδεδομένες στην περιοχή θα μπορούσε να υποδηλώνει την παρουσία τεχνιτών από άλλες περιοχές.

Εγκατάσταση πληθυσμών: Ενώ η παρουσία Σλάβων στην Ηλεία κατά την πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο επιβεβαιώνεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα, οι λεπτομέρειες σχετικά με την έκταση των εγκαταστάσεων, τον τρόπο ζωής τους και τον βαθμό της αφομοίωσής τους δεν είναι τόσο καλά τεκμηριωμένες.

Θρησκεία

Η θρησκευτική ιστορία της Πελοποννήσου, και κατ’ επέκταση της Ηλείας, κατά την ύστερη αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, χαρακτηρίζεται από μια σταδιακή μετάβαση από την ειδωλολατρία στον χριστιανισμό, μια διαδικασία που διήρκεσε αρκετούς αιώνες και επηρεάστηκε από κοινωνικούς, γεωγραφικούς και πολιτικούς παράγοντες. Η άφιξη νέων πληθυσμών, επέφερε περαιτέρω θρησκευτικές και πολιτισμικές αλλαγές, διαμορφώνοντας ένα σύνθετο θρησκευτικό τοπίο. Οι Σλάβοι επί παραδείγματι κατά την εγκατάσταση τους στην Πελοπόννησο και την Ηλεία έφεραν μαζί τους την καύση των νεκρών, την χειροποίητη κεραμική, την πασσαλόπηκτη ημιυπόγεια οικία, καθώς και την καλλιέργεια της γης με τη μέθοδο της διά πυράς εκχέρσωσης.

Μετά την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο χριστιανισμός εξελίχθηκε στον θεμελιώδη παράγοντα συνοχής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αν και η εξάπλωσή του στην επικράτεια δεν ήταν ομοιόμορφη. Μόλις τον 7ο αιώνα, η ειδωλολατρία υποχώρησε από τα αστικά κέντρα, επιβιώνοντας για κάποιο διάστημα στις απομακρυσμένες περιοχές της.

Ως προς την εκκλησιαστική οργάνωση, η Ήλιδα διέθετε επισκοπική έδρα ήδη από τα μέσα του 4ου αιώνα, η οποία υπαγόταν στην εκκλησιαστική μητρόπολη της Κορίνθου. Στη νότια στοά τής αρχαίας αγοράς της Ήλιδας βρέθηκε ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικό σχέδια που ανήκει πιθανότατα σε παλαιοχριστιανική βασιλική που και χρονολογείται στο β’ μισό τού 5ου αιώνα. Στην αρχαία Ολυμπία, στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ., το κτίριο που ήταν γνωστό ως εργαστήριο του Φειδία, το οποίο βρισκόταν εκτός του δυτικού τοίχους της Άλτεως, απέκτησε νέα χρήση ως παλαιοχριστιανική βασιλική.

Όπως προκύπτει από την ιστορική και αρχαιολογική ανάλυση, η επισκοπή Ωλένης εμφανίζεται στα μέσα του 8ου αιώνα και σύντομα αναλαμβάνει δικαιοδοσία σε μια περιοχή που κατά βάση ταυτίζεται με τον σημερινό νομό Ηλείας. Η επισκοπή Ωλένης διαγράφει ιστορική πορεία που εκτείνεται ως την οθωμανική κατάκτηση της Δυτικής Πελοποννήσου το 1460 και επιβιώνει ως τις ημέρες μας. Αν και η Ώλενα δεν αναφέρεται ως πόλη στις πηγές, αλλά αποκλειστικά ως το κέντρο της επισκοπής, τα ερείπια ενός τείχους με πύλη στην περιοχή μαρτυρούν την ύπαρξη ενός μεσαιωνικού οικισμού .

Αργότερα, η φραγκοκρατία σηματοδότησε την εισαγωγή του λατινικού δόγματος στην περιοχή, οδηγώντας στην ίδρυση νέων ναών και μονών και στην ανάπτυξη της δυτικής εκκλησιαστικής τέχνης, αφήνοντας το στίγμα της και στην Ηλεία ως κέντρο του πριγκιπάτου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των γοτθικών ναών της Αγίας Σοφίας Ανδραβίδας, του καθολικού της Μονής της Παναγίας της Βλαχέρνας στην Κυλλήνη και του ναού της Παναγίας της Μονής Ίσοβας στην Τρυπητή του Δήμου Ανδρίτσαινας Κρεστένων.

Στη θεματική αυτή ενότητα παρουσιάζονται οι παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί της Ηλείας, αντικείμενα από το λειτουργικό εξοπλισμό τους αλλά και προσωπικά αντικείμενα λατρείας. Επίσης πραγματεύεται τα έθιμα ταφής των Βυζαντινών Ηλείων μέσα από τις ταφικές πλάκες και τα κτερίσματα που έχουν έρθει στο φως.

Μαρμάρινη επένδυση επικράνου με ανάγλυφη φυτική διακόσμηση

Κοσμείται με σχηματοποιημένα ανθέμια, έλικές και φύλλα.

Ήλιδα. 4ος – 5ος αι. μ.Χ.

Μικρός σταυρός-εγκόλπιο
Χάλκινο λυχνάρι.

Το σώμα φυλόσχημο. Η λαβή ανασηκώνεται και απολήγει σε κεφαλή ζώου.

Πρώϊμη βυζαντινή περίοδος (5ος-7ος αι. μ.Χ.)

Ιστορίες ενός Πριγκιπάτου

Υπέρπυρο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180).

Περίοδος Κομνηνών, 1081-1185

Στη μία όψη απεικονίζεται ο Χριστός σε νεανική ηλικία και στην άλλη όψη ο αυτοκράτορας. Φορά λώρο, την  επίσημη δηλαδή ενδυμασία του αυτοκράτορα και κρατά σφαίρα με σταυρό. Το χρυσό βυζαντινό νόμισμα ήταν το δολάριο του Μεσαίωνα. Είτε πρόκειται για τον σόλιδο των πρώτων βυζαντινών αιώνων, είτε για το υπέρπυρο των μεσοβυζαντινών χρόνων, το χρυσό νόμισμα υπήρξε σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας η πλέον σταθερή αξία, με κύρος αδιαπραγμάτευτο.

Έξι χρυσοί σόλιδοι του Ιουστίνου Β΄(566-578 μ.Χ)

Ιουστίνος Β‘, αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 565 έως το 578

Κόπηκαν σε νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης. Στην μπροστινή όψη τους απεικονίζουν τον Χριστό και στην πίσω, τον εκάστοτε αυτοκράτορα. Τα νομίσματα βρέθηκαν θαμμένα σε σπίτι στη περιοχή της αρχαίας Ήλιδας, όπου ο κάτοχός τους τα έκρυψε μετά το 578, προφανώς για να τα σώσει από επερχόμενο κίνδυνο.

Ο κίνδυνος συνδέεται με τη διείσδυση των Σλάβων που προκάλεσε αναταραχές στην περιοχή και σηματοδότησε το οριστικό τέλος στην υπερχιλιετή ιστορία της πόλης της Ήλιδας.